- φοβοδιάκτορες
- φοβο-διάκτορες, οἱ, name of demons, PMag.Lond.121.354; cf. φοβεροδιακράτορες.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοβοδιάκτορες — οἱ, Α (ως προσωνυμία διαφόρων δαιμόνων) οι υπηρέτες τού φόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ τού φέβομαι) + διάκτορος / διάκτωρ «διάκονος, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek